ατμόπλοιο

ατμόπλοιο
Βλ. λ. πλοίο.
* * *
το
πλοίο που κινείται με ατμό, βαπόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοίο(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, (πρβλ. αγγλ. steamship). Η λ. ατμόπλοιον μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατμόπλοιο — το πλοίο που κινείται με ατμό, βαπόρι: Το πρώτο ατμόπλοιο τέθηκε σε κίνηση τον Αύγουστο του 1807 στον ποταμό Χάντσον της Ν. Υόρκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • βαπόρι — και παπόρι, το 1. ατμόπλοιο 2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» εξοργίζομαι β) «τον έκανα βαπόρι» τον εξόργισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor( ōris) «ατμός»] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Αιγαίου (Μυκόνου) — Το Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου, ένα από τα ομορφότερα του είδους του στην Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1983 από τον Γιώργο Δρακόπουλο, απόγονο παλιάς οικογένειας Μυκονιατών ναυτικών. Λειτουργεί από το 1985 σε ένα παραδοσιακό κυκλαδίτικο κτίριο του 19ου αι.,… …   Dictionary of Greek

  • Φούλτον, Ρόμπερτ — (Fulton, Φούλτον, πρώην Λιτλ Μπρίτεν 1765 – Νέα Υόρκη 1815). Αμερικανός τεχνικός και εφευρέτης, διάσημος για τις ευφυείς εφαρμογές του στον τομέα της μηχανικής, των ναυπηγικών κατασκευών, της ναυσιπλοΐας και της υδραυλικής. Αφού εγκατέλειψε τη… …   Dictionary of Greek

  • ατμοπλοϊκός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ατμοπλοΐα («ατμοπλοϊκή εταιρεία») 2. εκείνος που γίνεται με ατμόπλοιο («ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες») …   Dictionary of Greek

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • βάρις — ( ιδος), η (Α βᾱρις, ιδος και εως) νεοελλ. μικρή κανονιοφόρος του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο ατμόπλοιο αρχ. αβαθές φαρδύ ποταμόπλοιο, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως στην Αίγυπτο, για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων ή… …   Dictionary of Greek

  • βαποράκι — και παποράκι, το 1. μικρό ατμόπλοιο 2. σίδερο για σιδέρωμα ρούχων, με ξυλοκάρβουνο στο εσωτερικό του …   Dictionary of Greek

  • κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”